λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… … Dictionary of Greek
υποδαμνώ — άω, Α υποτάσσω ή εξασθενώ κάποιον από κάτω («ποταμὸς ὑπὸ γούνατ ἐδάμνα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δαμνῶ, άω «δαμάζω»] … Dictionary of Greek
υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ … Dictionary of Greek